- αποβράσσω
- ἀποβράσσω (Α)1. βγάζω αφρό2. (-ομαι) κοχλάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναποβράσσω — και συναποβράζω Μ βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποβράσσω «βγάζω αφρό, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek